Κασσιεπείας

Κασσιεπείας
Κασσιεπείᾱς , Κασσιέπεια
fem acc pl
Κασσιεπείᾱς , Κασσιέπεια
fem gen sg (attic doric aeolic)
Κασσιεπείᾱς , Κασσιεπεία
fem acc pl
Κασσιεπείᾱς , Κασσιεπεία
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ατύμνιος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δία και της Κασσιέπειας, αδελφός του Κύλικα, του Φινέα και του Δορύκλου, που είχαν πατέρα τον Φοίνικα. Γιος του ήταν ο Βράγχος. Ήταν ηνίοχος του Απόλλωνα, που πέθανε πρόωρα. Εκτός από τον Απόλλωνα, τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”